αφαρμάκευτος

αφαρμάκευτος
-η, -ο (Α ἀφαρμάκευτος, -ον)
νεοελλ.
1. αυτός που δεν φαρμακώθηκε, που δεν δηλητηριάστηκε
2. όποιος δεν δοκίμασε πίκρες
αρχ.
1. αυτός που δεν έχει ή που δεν πήρε φάρμακο ή γιατρικό
2. φρ. «ξανθίζειν ἀφαρμάκευτα» — χωρίς βαφές ή καλλυντικά.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • ἀφαρμάκευτος — without medicine masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀφαρμακεύτους — ἀφαρμάκευτος without medicine masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”